-
1 ιάμβου
-
2 ἰάμβου
-
3 Βάκχειος
Βάκχ-ειος or [full] Βακχεῖος, α, ον, also [full] Βάκχιος, α, ον (to suit the metre), fem. ος Luc.Ocyp. 171:—A of or belonging to Bacchus and his rites,βότρυς S.Fr.255.2
; (lyr.);ῥυθμός X.Smp.9.3
, etc.: hence, frenzied, rapt,Β. Διόνυσος h.Hom.19.46
, cf. Hdt.4.79; ὁΒ. θεός S.OT 1105
(lyr.);Βάκχειε δεσπότ' Ar.Th. 988
(lyr.), cf. IG4.558.20 ([place name] Argos), etc.; τὸν Β. ἄνακτα, of Aeschylus, Ar.Ra. 1259.II as Subst., Βάκχιος, ὁ, = Βάκχος, S.Ant. 154 (lyr.), E.Cyc.9:—also, = οἶνος, Id.IT 953, Cyc. 519, Antiph. 237.3 Βακχεῖος (sc. πούς), ὁ, the bacchius, a metrical foot of three syllables, ¯ ¯ ?ΒάκχειοςX, D.H.Comp.17 (opp. ὑποβ. ?ΒάκχειοςX ¯ ¯); but later ?ΒάκχειοςX ¯ ¯, Heph.3 (opp. παλιμβ. ¯ ¯ ?ΒάκχειοςX), etc.; also β. ἀπὸ τροχαίου ( ¯ ?ΒάκχειοςX ?ΒάκχειοςX ¯), ἀπ' ἰάμβου (?ΒάκχειοςX ¯ ¯ ?ΒάκχειοςX), Aristid.Quint. 1.17, cf. Anon.Rhythm.Oxy. 9 iii 12; = ?ΒάκχειοςX ?ΒάκχειοςX ¯ ¯, Bacch.Harm. 101.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Βάκχειος
-
4 τροχαῖος
II τροχαῖος (sc. πούς), ὁ, a trochee or foot consisting of a long and a short syllable (also called χορεῖος), Pl.R. 400b, etc.; used in quick time, Arist.Rh. 1408b36, cf. Po. 1452b24, and v. τροχερός :—hence,2 in Music, οἱ σαλπικταὶ τροχαῖόν τι συμβοήσαντες playing a brisk march, D.C.56.22; τ. νόμος a tune in trochaic time, invented by Terpander, Plu.2.1132d, cf. Poll.4.65.4 τ. σημαντὸς ὁ ἐξ ὀκτασήμου θέσεως καὶ τετ ρασήμου ἄρσεως (<*> [pron. full] ¯ ¯ ) Aristid.Quint.1.16; τ. ἀπὸ ἰάμβου ([pron. full] ?τροχαῖοςX ¯ |[pron. full] ¯ ?τροχαῖοςX ¯ ?τροχαῖοςX ¯ ?τροχαῖοςX) ibid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροχαῖος
См. также в других словарях:
ἰάμβου — ἴαμβος iambus masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντίσπαστος — Μετρικός πόδας ο οποίος αποτελείται από έναν ίαμβο που προηγείται και έναν τροχαίο που ακολουθεί, δηλαδή: υ υ. Ο πόδας αυτός, που λέγεται και βακχείος από ιάμβου, κατατασσόταν από τους αρχαίους στα πρωτότυπα μέτρα. Εισηγητής του υπήρξε ο… … Dictionary of Greek
Αρχίλοχος — (Πάρος περ. 680 – Θάσος 640 π.Χ.).Ο αρχαιότερος από τους λυρικούς ποιητές της αρχαίας Ελλάδας για τους οποίους υπάρχουν στοιχεία. Πιστεύεται (δεν υπάρχει γενική συμφωνία) ότι έζησε γύρω στα μέσα του 7ου αι. π.Χ. (σε ένα από τα αποσπάσματά του… … Dictionary of Greek
ιαμβικός — ή, ό αυτός που αποτελείται από ιάμβους ή έχει το ρυθμό του ιάμβου: Ιαμβικός στίχος. – Ιαμβική ποίηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)